- μιλιάρια
- μιλιάριονa high copper vesselneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μιλιαράς — μιλιαράς, ὁ (Μ) αυτός που κατασκευάζει, επισκευάζει ή πουλά μιλιάρια, λεβητοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μιλιάρι(ο)ν + κατάλ. άς] … Dictionary of Greek
Πέλλας, νομός — Διοικητική διαίρεση της περιφέρειας Kεντρικής Μακεδονίας, στο βορειοδυτικό τμήμα της, που συνορεύει στα Β με τα Σκόπια, στα Α με τους νoμούς Κιλκίς και Θεσσαλονίκης, στα Ν με τους νομούς Ημαθίας και Κοζάνης και στα Δ με τον νομό Φλώρινας. Έχει… … Dictionary of Greek